τσούγκρισμα

τσούγκρισμα
το, Ν [τσουγκρίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουγκρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσούγκρισμα — το, ατος και τσίγκρισμα, το ατος 1. ελαφριά σύγκρουση: Τσούγκρισμα των ποτηριών. 2. φιλονικία, μάλωμα, τσακωμός: Είναι νευρικός, όλο τσουγκρίσματα έχει με τους συναδέλφους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόκα — επιφ. (λ. ιταλ.) 1. παρόρμηση για σφίξιμο χεριών σε συμφωνία ή για τσούγκρισμα ποτηριών: Τόκα να πιούμε. 2. ως ουσ., σφίξιμο χεριών ή τσούγκρισμα ποτηριών: Κάναμε τόκα. τόκα, η και τοκάς, ο (λ. τουρκ.), πόρπη, αγκράφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόκα — (I) Α (δωρ. τ.) βλ. τότε. (II) Ν επιφών. 1. παρορμητική έκφραση για σφίξιμο τών χεριών ή για τσούγκρισμα ποτηριών 2. (ως ουσ. σε φρ.) «κάνω τόκα» σφίγγω το χέρι κάποιου ή τσουγκρίζω το ποτήρι μου με το ποτήρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • τσίγκρισμα — το, ατος βλ. τσούγκρισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”